- σαρανταρίζω
- Ν [σαραντάρης](αμτβ.) μπαίνω στην ηλικία τών 40 ετών, γίνομαι 40 χρονών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρανταρίζω — σαραντάρισα, γίνομαι σαράντα χρονών: Σαρανταρίσαμε και δεν το καταλάβαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαραντίζω — Ν [σαράντα] (αμτβ.) 1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του») 2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα 3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα … Dictionary of Greek